Η συμβουλευτική στο διαζύγιο

hp-mainΣύμφωνα με το DSM – III,  το διαζύγιο, με τις συνακόλουθες απώλειες, πραγματιστικές και συναισθηματικές, ανήκει στην κλίμακα των ιδιαίτερα στρεσογόνων καταταστάσεων οι οποίες προκαλούν ή εκλύουν ενίοτε και μείζονος σημασίας ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές.

Απότοκο αυτής της κατάστασης είναι οι πρώην σύζυγοι να παρουσιάζουν, σε αρκετά μεγάλη συχνότητα, όπως καταδεικνύουν πολλές σχετικές έρευνες, νέες μορφές συμπεριφοράς, που τους καθιστούν λιγότερο λειτουργικούς στην καθημερινότητά τους αλλά και στη διασαφήνιση των προτεραιοτήτων τους.

Επίσης,  ένα σχετικό μεγάλο ποσοστό, εμφανίζει χαρακτηριστικά που εμπίπτουν στις κατηγορίες των διαταραχών προσωπικότητας, σύμφωνα με την ίδια κλίμακα αλλά και αυτήν της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας. (ICD 10).

Είναι επίσης αυταπόδεικτο ότι, εάν προϋπάρχει οποιαδήποτε μορφής συναισθηματική ή ψυχιατρική διαταραχή, αυτή επιτείνεται και εκδηλώνεται με όλα τα συμπτώματα που την χαρακτηρίζουν.

Ο χρόνος, η συχνότητα και η επιδείνωση των διαταραχών, φαίνεται να συνδέονται άμεσα με τις τυπικές διαδικασίες του διαζυγίου, όπως οι δικαστικές πράξεις, οι τυχόν διαμάχες κατά τη διάρκεια των διαπραγματέυσεων για την επιμέλεια ή τις περιουσιακές διεκδικήσεις.

Το διαζύγιο, λοιπόν, ακόμα και το απολύτως συναινετικό, συνιστά ένα ψυχοτραυματικό  γεγονός. Εάν συνοδεύεται και από παρατεταμένες διαμάχες, από αλληλοκατηγορίες πάσης φύσεως, από αμφισβήτιση της ικανότητας του άλλου ως συζύγου ή ως γονιού, από μηνύσεις, συκοφαντίες, συνομωσίες, παράδοξες συμμαχίες και τόσα άλλα που διαδραματίζονται στα δικηγορικά γραφεία και στις δικαστικές αίθουσες, κατανοούμε πόσο επιβαρύνεται η ψυχολογική κατάσταση των ατόμων που εμπλέκονται.

Από όλα αυτά, αλλά και από την καθημερινή εμπειρία όλων των επαγγελματιών που εμπλέκονται σε αυτή τη φάση της ζωής των πελατών τους, προκύπτει ότι πραγματικά, χρειάζονται παράλληλα με τη νομική και τη συναισθηματική υποστήριξη, για να αντιμετωπίσουν το φάσμα των αλλαγών και των εντάσεων που συμβαίνουν σε προσωπικό, οικογενειακό αλλά και σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο.

Σε αυτό ακριβώς το φάσμα, και σε συνεργασία με τον νομικό, υπεισέρχεται η διαμεσολαβητική  συμβουλευτική, η οποία απευθύνεται κυρίως σε άτομα που διαριγνύουν το συζυγικό δεσμό, αλλά βεβαίως δεν χάνουν ούτε απαξιώνουν το γονεϊκό τους ρόλο, ο οποίος όμως τώρα πλέον πρέπει να επαναπροσδιορισθεί στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας.

Συνεπώς ο ιδιαίτερος αλλά και βασικός στόχος της διαμεσολαβητικής συμβουλευτικής, κατά τη φάση του διαζυγίου, είναι να βοηθήσει τις οικογένειες που βρίσκονται σε αυτή τη μεταβατική φάση της ζωής τους.

Να διευκολύνει δηλαδή τις δυο μονογονεϊκές οικογένειες που θα δημιουργηθούν μετά το διαζύγιο, να αποκτήσουν μια δομή που θα ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών τους.

Να διαπραγματευτούν συναισθηματικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την διαδικασία αναγκαστικής αναπροσαρμογής σε μια νέα πραγματικότητα που αλλάζει την καθημερινότητα όλων, και των γονέων και των παιδιών.

Όπως έχει, από την εμπειρία όλων μας διαπιστωθεί, συχνά, η έννοια και το περιεχόμενο της ευημερίας των παιδιών και των αναγκών τους, όπως μεταφράζονται από τους «αντίπαλους» πλέον γονείς,  διαφέρουν πολύ.

Και αυτές οι διαφορετικές μεταφράσεις  δημιουργούν πολλά προβλήματα σε όλους και κυρίως στα ίδια τα παιδιά που γίνονται και το «τρόπαιο» αλλά και οι αποδέκτες της διένεξης των γονιών τους.

Ουσιαστικά λοιπόν η διαμεσολαβητική συμβουλευτική στοχεύει κυρίως στο να διευκολύνει τη συνεργασία των πρώην συζύγων -αλλά πάντα γονέων – να βελτιώσουν τη γονεϊκή συμπεριφορά  τους αλλά και να αναπτύξουν δεξιότητες συνεργασίας προς όφελος των παιδιών τους.

Ο τρόπος που θα ορισθεί και θα συμφωνηθεί η επιμέλεια των παιδιών, οι επισκέψεις, η διαμονή στον άλλο γονέα, η γονεϊκή μέριμνα, οι δραστηριότητες που θα γίνουν, οι οικονομικές υποχρεώσεις που θα προκύψουν και δε θα καλύπτονται από τη συμφωνία της «διατροφής» αλλά και πολλά άλλα, δομούν μια συμφωνία που πρέπει να αποκρυσταλλωθεί και να αποτελέσει ένα σταθερό σημείο αναφοράς για όλους.

Η διαμεσολαβητική συμβουλευτική βοηθά σε όλα αυτά, πάντα βεβαίως σε συνεργασία με το νομικό. Είναι μια σύντομη συμβουλευτική παρέμβαση, με σαφές και επικεντρωμένο σκοπό, ο οποίος συνδυάζει θεραπευτικό και συμβουλευτικό περιεχόμενο και στοχεύει στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των γονέων, ώστε να εγκαταστήσουν μια ικανοποιητική και ασφαλή σχέση με τα παιδιά τους.

Η διαμεσολαβητική συμβουλευτική συνεπώς, απευθύνεται κυρίως σε γονείς που βρίσκονται σε φάση διαζυγίου και αντιμετωπίζουν προσωπικά και συναισθηματικά προβλήματα αλλά και ζητήματα που αφορούν τη γονεϊκή τους ταυτότητα.

 Στόχος της διαμεσολαβητικής συμβουλευτικής είναι με την παρέμβση του/των συμβούλων, να αμβλυνθούν οι διαταραχές στη ζωή των εμπλεκομένων καθώς και οι διαμάχες που συνδέονται με το διαζύγιο. Επίσης να βελτιώσει, όπου χρειάζεται,  την ποιότητα των σχέσεων γονέων και παιδιών και συνεπώς να απομακρύνει την πιθανότητα εμφάνισης συναισθηματικών προβλημάτων στα παιδιά.

 Σε πρώτο επίπεδο προσεγγίζονται συμβουλευτικά αισθήματα απαξίωσης, απόρριψης, ταπείνωσης, απελπισίας, φόβου μοναξιάς, έλλειψης εμπιστοσύνης, εριστικότητας ή εκδικητικής διάθεσης, αποξένωσης, κοινωνικής φοβίας κ.α. που συχνά βιώνουν τα άτομα που βρίσκονται σε διαδικασία διαζυγίου.

 Σε δεύτερο επίπεδο η συμβουλευτική επικεντρώνεται στο περιεχόμενο της γονεϊκής ταυτότητας και στο πως επηρεάζεται από τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα. Η συμβουλευτική παρέμβαση δηλαδή επικεντρώνεται στην προσπάθεια απαγκίστρωσης του ατόμου από αυτά τα δυσλειτουργικά συναισθηματικά φορτία και η εκ νέου συναισθηματική απαρτίωσή του με μοχλό το γονεϊκό του ρόλο. 

Οι φάσεις της διαμεσολαβητικής συμβουλευτικής είναι συνήθως τρεις:

Στην πρώτη φάση προετοιμάζεται η επικοινωνία με τον κάθε γονέα ξεχωριστά και διερευνάται το περιεχόμενο της αντιδικίας, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας κάθε γονέα, το περιεχόμενο των σκέψεών του σχετικά με τις ανάγκες του ή των παιδιών καθώς και τα σημεία «δυσπιστίας», ή αμφισβήτησης του άλλου γονέα.

Κατά τη δεύτερη φάση, γίνεται προσπάθεια διαπραγμάτευσης, στην οποία τίθενται με σειρά προτεραιότητας, τα ανοιχτά θέματα και διερευνώνται οι πιθανές προσεγγίσεις και συμφωνίες, με σεβασμό στις ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του ή των παιδιών.

Η τρίτη φάση είναι ουσιαστικά αυτή της εφαρμογής των συμφωνιών και των ρυθμίσεων, κατά την οποία ο σύμβουλος είναι δίπλα στους γονείς και βοηθά στην σταθεροποίηση των συμφωνιών καθώς και στην επίλυση όποιων ζητημάτων προκύψουν ή επανέλθουν από τους γονείς.

Δρ Μαρία Βουλγαρίδου

Σύμβουλος Οικογένειας – Ζεύγους

Παιδαγωγός

Similar Posts